Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τροχιαί — τροχιά wheel track fem nom/voc pl τροχιός round fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πευκάνα — Α (κατά τον Ησύχ.) «πευκονία, ἱστοῡ παράπλεγμα, τροχίαι» … Dictionary of Greek